Translation meaning & definition of the word "crisply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαπλωμένα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crisply
[Τραγανά]/krɪspli/
adverb
1. In a well delineated manner
- "The new style of minoan pottery was sharply defined"
- synonym:
- sharply ,
- crisply
1. Με καλά οριοθετημένο τρόπο
- "Το νέο στυλ της μινωικής κεραμικής ορίστηκε απότομα"
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- απλά
Examples of using
Please state your opinion crisply and clearly.
Παρακαλούμε να αναφέρετε τη γνώμη σας απλά και καθαρά.