Translation meaning & definition of the word "crisp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραγανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crisp
[Τραγανίζω]/krɪsp/
noun
1. A thin crisp slice of potato fried in deep fat
- synonym:
- chip ,
- crisp ,
- potato chip ,
- Saratoga chip
1. Μια λεπτή τραγανή φέτα πατάτας τηγανισμένη σε βαθύ λίπος
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- τραγανός ,
- τσιπ πατάτας ,
- Τσιπ Σαρατόγκα
verb
1. Make wrinkles or creases on a smooth surface
- Make a pressed, folded or wrinkled line in
- "The dress got wrinkled"
- "Crease the paper like this to make a crane"
- synonym:
- wrinkle ,
- ruckle ,
- crease ,
- crinkle ,
- scrunch ,
- scrunch up ,
- crisp
1. Κάντε ρυτίδες ή πτυχώσεις σε μια λεία επιφάνεια
- Κάντε μια πιεσμένη, διπλωμένη ή τσαλακωμένη γραμμή
- "Το φόρεμα τσαλακώθηκε"
- "Μειώστε το χαρτί έτσι για να κάνετε ένα γερανό"
- συνώνυμο:
- ρυτίδα ,
- βολίδα ,
- πτυχή ,
- παστώνω ,
- τραγανίζω ,
- τραγανός
2. Make brown and crisp by heating
- "Toast bread"
- "Crisp potatoes"
- synonym:
- crispen ,
- toast ,
- crisp
2. Κάντε καφέ και τραγανό με θέρμανση
- "Ψωμί τοστ"
- "Τραγανές πατάτες"
- συνώνυμο:
- τραγανίζω ,
- τοστ ,
- τραγανός
adjective
1. (of something seen or heard) clearly defined
- "A sharp photographic image"
- "The sharp crack of a twig"
- "The crisp snap of dry leaves underfoot"
- synonym:
- crisp ,
- sharp
1. (από κάτι που φαίνεται ή ακούγεται) σαφώς καθορισμένο
- "Μια αιχμηρή φωτογραφική εικόνα"
- "Η απότομη ρωγμή ενός κλαδιού"
- "Το τραγανό τρίξιμο των ξηρών φύλλων κάτω από τα πόδια"
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- αιχμηρός
2. Tender and brittle
- "Crisp potato chips"
- synonym:
- crisp ,
- crispy
2. Τρυφερό και εύθραυστο
- "Τσιπς πατάτας"
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- τραγανόσ
3. Pleasantly cold and invigorating
- "Crisp clear nights and frosty mornings"
- "A nipping wind"
- "A nippy fall day"
- "Snappy weather"
- synonym:
- crisp ,
- frosty ,
- nipping ,
- nippy ,
- snappy
3. Ευχάριστα κρύο και αναζωογονητικό
- "Τραγανές καθαρές νύχτες και παγωμένα πρωινά"
- "Ένας ανεμοδαρμένος άνεμος"
- "Μια θηλή ημέρα πτώσης"
- "Απαίσιο καιρό"
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- παγωμένος ,
- αποφλοίωση ,
- θηλή ,
- αναπηδήσ
4. Pleasingly firm and fresh
- "Crisp lettuce"
- synonym:
- crisp
4. Ευχάριστα σταθερό και φρέσκο
- "Τραγανό μαρούλι"
- συνώνυμο:
- τραγανός
5. (of hair) in small tight curls
- synonym:
- crisp ,
- frizzly ,
- frizzy ,
- kinky ,
- nappy
5. (των μαλλιών) σε μικρές σφιχτές μπούκλες
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- φριζαρισμένοσ ,
- παράξενοσ ,
- πάνα
6. Brief and to the point
- Effectively cut short
- "A crisp retort"
- "A response so curt as to be almost rude"
- "The laconic reply
- `yes'"
- "Short and terse and easy to understand"
- synonym:
- crisp ,
- curt ,
- laconic ,
- terse
6. Σύντομη και στο σημείο
- Αποτελεσματικά κόψτε το
- "Μια τραγανή ανταπόδοση"
- "Μια απάντηση τόσο περιορισμένη ώστε να είναι σχεδόν αγενής"
- "Η λακωνική απάντηση
- `ναι'"
- "Σύντομη και εύκολη στην κατανόηση"
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- περικόπτω ,
- λακωνικόσ ,
- τερ