Translation meaning & definition of the word "crippling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναπαραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crippling
[Καταπίνω]/krɪpəlɪŋ/
adjective
1. That cripples or disables or incapacitates
- "A crippling injury"
- synonym:
- crippling ,
- disabling ,
- incapacitating
1. Αυτό παραλύει ή απενεργοποιεί ή ανικανοποιεί
- "Ένας ακρωτηριασμένος τραυματισμός"
- συνώνυμο:
- αναπηδώ ,
- απενεργοποίηση ,
- ανικανότητα