Translation meaning & definition of the word "cripple" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρωτηριασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cripple
[Καταπίνω]/krɪpəl/
noun
1. Someone who is unable to walk normally because of an injury or disability to the legs or back
- synonym:
- cripple
1. Κάποιος που δεν μπορεί να περπατήσει κανονικά λόγω τραυματισμού ή αναπηρίας στα πόδια ή την πλάτη
- συνώνυμο:
- αναπηδώ
verb
1. Deprive of strength or efficiency
- Make useless or worthless
- "This measure crippled our efforts"
- "Their behavior stultified the boss's hard work"
- synonym:
- cripple ,
- stultify
1. Στέρηση της δύναμης ή της αποδοτικότητας
- Κάντε άχρηστο ή άχρηστο
- "Αυτό το μέτρο ανέτρεψε τις προσπάθειές μας"
- "Η συμπεριφορά τους κατέστρεψε τη σκληρή δουλειά του αφεντικού"
- συνώνυμο:
- αναπηδώ ,
- αποβλακώνω
2. Deprive of the use of a limb, especially a leg
- "The accident has crippled her for life"
- synonym:
- cripple ,
- lame
2. Στέρηση της χρήσης ενός άκρου, ειδικά ενός ποδιού
- "Το ατύχημα την έχει παραλύσει για τη ζωή"
- συνώνυμο:
- αναπηδώ ,
- κουτσομπολεύω