Translation meaning & definition of the word "crier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλοξενία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crier
[Συλλέκτησ]/kraɪər/
noun
1. A person who weeps
- synonym:
- weeper ,
- crier
1. Ένας άνθρωπος που κλαίει
- συνώνυμο:
- παρατηρώ ,
- περιπλανώμενοσ
2. (formerly) an official who made public announcements
- synonym:
- town crier ,
- crier
2. (προηγούμενο ) ένας αξιωματούχος που έκανε δημόσιες ανακοινώσεις
- συνώνυμο:
- πόλη του τελευταίου ,
- περιπλανώμενοσ
3. A peddler who shouts to advertise the goods he sells
- synonym:
- crier
3. Ένας γεννήτορας που φωνάζει να διαφημίσει τα αγαθά που πουλάει
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ