Translation meaning & definition of the word "cricket" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης " κρίκετ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cricket
[Κρίκετ]/krɪkət/
noun
1. Leaping insect
- Male makes chirping noises by rubbing the forewings together
- synonym:
- cricket
1. Πηδώντας έντομο
- Το αρσενικό κάνει τους θορύβους τρίβοντας τις προεξοχές μαζί
- συνώνυμο:
- κρίκετ
2. A game played with a ball and bat by two teams of 11 players
- Teams take turns trying to score runs
- synonym:
- cricket
2. Ένα παιχνίδι που παίζεται με μια μπάλα και ρόπαλο από δύο ομάδες των 11 παικτών
- Οι ομάδες παίρνουν σειρά προσπαθώντας να σκοράρουν τρέξιμο
- συνώνυμο:
- κρίκετ
verb
1. Play cricket
- synonym:
- cricket
1. Παίζω κρίκετ
- συνώνυμο:
- κρίκετ
Examples of using
The cricket is chirring softly.
Το κρίκετ περνάει απαλά.
Baseball is different from cricket.
Το μπέιζμπολ είναι διαφορετικό από το κρίκετ.