Translation meaning & definition of the word "crick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crick
[Κελάρι]/krɪk/
noun
1. A painful muscle spasm especially in the neck or back (`rick' and `wrick' are british)
- synonym:
- crick ,
- kink ,
- rick ,
- wrick
1. Ένας επώδυνος μυϊκός σπασμός ειδικά στο λαιμό ή στην πλάτη (`κρικ και `τούβλο' είναι βρεταν)
- συνώνυμο:
- τρίξιμο ,
- παλινδρομείο ,
- ρικ ,
- τραβώ
2. English biochemist who (with watson in 1953) helped discover the helical structure of dna (1916-2004)
- synonym:
- Crick ,
- Francis Crick ,
- Francis Henry Compton Crick
2. Άγγλος βιοχημικός που ( με τον γουάτσον το 1953) βοήθησε να ανακαλύψει την ελικοειδή δομή του δνα (1916-2004)
- συνώνυμο:
- Κελάρι ,
- Φράνσις Κρικ ,
- Φράνσις Χένρι Κόμπτον Κρικ
verb
1. Twist (a body part) into a strained position
- "Crick your neck"
- synonym:
- crick
1. Στρίψτε ( μέρος του σώματος) σε τεταμένη θέση
- "Τρικ στο λαιμό σου"
- συνώνυμο:
- τρίξιμο
Examples of using
I woke up with a crick in my neck.
Ξύπνησα με ένα τρικ στο λαιμό μου.