Translation meaning & definition of the word "crematorium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρεματόριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crematorium
[Κρεματόριο]/krimətɔriəm/
noun
1. A mortuary where corpses are cremated
- synonym:
- crematory ,
- crematorium
1. Ένα νεκροτομείο όπου τα πτώματα αποτεφρώνονται
- συνώνυμο:
- αποτεφρωτικόσ ,
- κρεματόριο
2. A furnace where a corpse can be burned and reduced to ashes
- synonym:
- crematory ,
- crematorium ,
- cremation chamber
2. Ένας κλίβανος όπου ένα πτώμα μπορεί να καεί και να μειωθεί σε στάχτη
- συνώνυμο:
- αποτεφρωτικόσ ,
- κρεματόριο ,
- θάλαμος αποτέφρωσης