Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "creep" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναβάτης" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Creep

[Κρεπ]
/krip/

noun

1. Someone unpleasantly strange or eccentric

    synonym:
  • creep
  • ,
  • weirdo
  • ,
  • weirdie
  • ,
  • weirdy
  • ,
  • spook

1. Κάποιος δυσάρεστα παράξενος ή εκκεντρικός

    συνώνυμο:
  • σέρνω
  • ,
  • παράξενο
  • ,
  • περίεργος
  • ,
  • παράξενοσ
  • ,
  • παρακινήθηκε

2. A slow longitudinal movement or deformation

    synonym:
  • creep

2. Μια αργή διαμήκης κίνηση ή παραμόρφωση

    συνώνυμο:
  • σέρνω

3. A pen that is fenced so that young animals can enter but adults cannot

    synonym:
  • creep

3. Ένα στυλό που είναι περιφραγμένο έτσι ώστε να μπορούν να εισέλθουν νεαρά ζώα, αλλά οι ενήλικες δεν μπορούν

    συνώνυμο:
  • σέρνω

4. A slow mode of locomotion on hands and knees or dragging the body

  • "A crawl was all that the injured man could manage"
  • "The traffic moved at a creep"
    synonym:
  • crawl
  • ,
  • crawling
  • ,
  • creep
  • ,
  • creeping

4. Ένας αργός τρόπος μετακίνησης στα χέρια και τα γόνατα ή να σύρει το σώμα

  • "Ένας ανιχνευτής ήταν το μόνο που μπορούσε να διαχειριστεί ο τραυματίας"
  • "Η κυκλοφορία κινήθηκε σε έναν ερπυσμό"
    συνώνυμο:
  • σέρνω
  • ,
  • σέρνοντασ

verb

1. Move slowly

  • In the case of people or animals with the body near the ground
  • "The crocodile was crawling along the riverbed"
    synonym:
  • crawl
  • ,
  • creep

1. Κινηθείτε αργά

  • Στην περίπτωση ανθρώπων ή ζώων με το σώμα κοντά στο έδαφος
  • "Ο κροκόδειλος σέρνεται κατά μήκος της κοίτης του ποταμού"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

2. To go stealthily or furtively

  • "..stead of sneaking around spying on the neighbor's house"
    synonym:
  • sneak
  • ,
  • mouse
  • ,
  • creep
  • ,
  • pussyfoot

2. Να πάει μυστικά ή επιθετικά

  • "..αντί να γλιστράει γύρω από την κατασκοπεία στο σπίτι του γείτονα"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • ποντίκι
  • ,
  • σέρνω
  • ,
  • παπαγάλοσ

3. Grow or spread, often in such a way as to cover (a surface)

  • "Ivy crept over the walls of the university buildings"
    synonym:
  • creep

3. Αναπτύσσονται ή εξαπλώνονται, συχνά με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτουν την επιφάνεια (α)

  • "Το βίντεο πέρα από τους τοίχους των πανεπιστημιακών κτιρίων"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

4. Show submission or fear

    synonym:
  • fawn
  • ,
  • crawl
  • ,
  • creep
  • ,
  • cringe
  • ,
  • cower
  • ,
  • grovel

4. Εμφάνιση υποταγής ή φόβου

    συνώνυμο:
  • φαύλοσ
  • ,
  • σέρνω
  • ,
  • παραφυάδα
  • ,
  • παραχωρών
  • ,
  • αυλάκι