Translation meaning & definition of the word "creek" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creek
[Κρικ]/krik/
noun
1. A natural stream of water smaller than a river (and often a tributary of a river)
- "The creek dried up every summer"
- synonym:
- brook ,
- creek
1. Ένα φυσικό ρεύμα νερού μικρότερο από ένα ποτάμι (και συχνά παραπόταμος ενός ποταμού)
- "Ο κολπίσκος στέγνωνε κάθε καλοκαίρι"
- συνώνυμο:
- μπρουκ ,
- κολπίσκοσ
2. Any member of the creek confederacy (especially the muskogee) formerly living in georgia and alabama but now chiefly in oklahoma
- synonym:
- Creek
2. Οποιοδήποτε μέλος της συνομοσπονδίας των ελλήνων (, ειδικά του μοσχογε) που ζούσε στη γεωργία και την αλαμπάμα, αλλά τώρα κυρίως στην οκλαχόμα
- συνώνυμο:
- Κρικ