Translation meaning & definition of the word "creed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληροφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creed
[Απολυμάνσεισ]/krid/
noun
1. Any system of principles or beliefs
- synonym:
- creed ,
- credo
1. Οποιοδήποτε σύστημα αρχών ή πεποιθήσεων
- συνώνυμο:
- πίστη
2. The written body of teachings of a religious group that are generally accepted by that group
- synonym:
- religious doctrine ,
- church doctrine ,
- gospel ,
- creed
2. Το γραπτό σώμα των διδασκαλιών μιας θρησκευτικής ομάδας που είναι γενικά αποδεκτές από αυτή την ομάδα
- συνώνυμο:
- θρησκευτικό δόγμα ,
- δόγμα της Εκκλησίας ,
- ευαγγέλιο ,
- πίστη