Translation meaning & definition of the word "credulous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Credulous
[Θεωρητικόσ]/krɛʤələs/
adjective
1. Disposed to believe on little evidence
- "The gimmick would convince none but the most credulous"
- synonym:
- credulous
1. Είναι διατεθειμένοι να πιστεύουν σε μικρά στοιχεία
- "Το τέχνασμα δεν θα έπειθε κανέναν παρά το πιο αξιόπιστο"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστοσ
2. Showing a lack of judgment or experience
- "So credulous he believes everything he reads"
- synonym:
- credulous
2. Εμφάνιση έλλειψης κρίσης ή εμπειρίας
- "Τόσο αξιόπιστα πιστεύει όλα όσα διαβάζει"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστοσ
Examples of using
He's so credulous. He takes everything you say at face value.
Είναι τόσο πιστός. Παίρνει ό, τι λέτε στην ονομαστική αξία.
Lyusya is a very naïve and credulous girl.
Η Λυσία είναι ένα πολύ ομφαλό και πιστό κορίτσι.