Translation meaning & definition of the word "credulity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Credulity
[Πιστότητα]/krɪduləti/
noun
1. Tendency to believe readily
- synonym:
- credulity
1. Τάση να πιστεύεις εύκολα
- συνώνυμο:
- ευπιστία