Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "credit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίστωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Credit

[Πιστωτική]
/krɛdət/

noun

1. Approval

  • "Give her recognition for trying"
  • "He was given credit for his work"
  • "Give her credit for trying"
    synonym:
  • recognition
  • ,
  • credit

1. Έγκριση

  • "Δώστε την αναγνώριση της για προσπάθεια"
  • "Του δόθηκε πίστωση για τη δουλειά του"
  • "Δώστε της πίστωση για προσπάθεια"
    συνώνυμο:
  • αναγνώριση
  • ,
  • πίστωση

2. Money available for a client to borrow

    synonym:
  • credit

2. Χρήματα που είναι διαθέσιμα για να δανειστεί ένας πελάτης

    συνώνυμο:
  • πίστωση

3. An accounting entry acknowledging income or capital items

    synonym:
  • credit
  • ,
  • credit entry

3. Λογιστική εγγραφή που αναγνωρίζει εισόδημα ή κεφαλαιακά στοιχεία

    συνώνυμο:
  • πίστωση
  • ,
  • πιστωτική είσοδος

4. Used in the phrase `to your credit' in order to indicate an achievement deserving praise

  • "She already had several performances to her credit"
    synonym:
  • credit

4. Χρησιμοποιείται στη φράση `στην πίστωσή σας' για να υποδείξει ένα επίτευγμα που αξίζει έπαινο

  • "Είχε ήδη αρκετές επιδόσεις στην πίστωσή της"
    συνώνυμο:
  • πίστωση

5. Arrangement for deferred payment for goods and services

    synonym:
  • credit
  • ,
  • deferred payment

5. Ρύθμιση για αναβαλλόμενη πληρωμή αγαθών και υπηρεσιών

    συνώνυμο:
  • πίστωση
  • ,
  • αναβαλλόμενη πληρωμή

6. Recognition by a college or university that a course of studies has been successfully completed

  • Typically measured in semester hours
    synonym:
  • credit
  • ,
  • course credit

6. Αναγνώριση από ένα κολέγιο ή πανεπιστήμιο ότι ένα μάθημα σπουδών έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία

  • Συνήθως μετριέται σε ώρες εξαμήνου
    συνώνυμο:
  • πίστωση
  • ,
  • πίστωση μαθημάτων

7. A short note recognizing a source of information or of a quoted passage

  • "The student's essay failed to list several important citations"
  • "The acknowledgments are usually printed at the front of a book"
  • "The article includes mention of similar clinical cases"
    synonym:
  • citation
  • ,
  • cite
  • ,
  • acknowledgment
  • ,
  • credit
  • ,
  • reference
  • ,
  • mention
  • ,
  • quotation

7. Μια σύντομη σημείωση που αναγνωρίζει μια πηγή πληροφοριών ή ενός αναφερόμενου αποσπάσματος

  • "Το δοκίμιο του μαθητή απέτυχε να απαριθμήσει αρκετές σημαντικές παραπομπές"
  • "Οι αναγνωρίσεις συνήθως εκτυπώνονται στο μπροστινό μέρος ενός βιβλίου"
  • "Το άρθρο περιλαμβάνει αναφορά παρόμοιων κλινικών περιπτώσεων"
    συνώνυμο:
  • παραπομπή
  • ,
  • ακάρεα
  • ,
  • αναγνώριση
  • ,
  • πίστωση
  • ,
  • αναφορά
  • ,
  • αναφέρω
  • ,
  • προσφορά

8. An entry on a list of persons who contributed to a film or written work

  • "The credits were given at the end of the film"
    synonym:
  • credit

8. Μια εγγραφή σε μια λίστα των ατόμων που συνέβαλαν σε μια ταινία ή γραπτή εργασία

  • "Οι πιστώσεις δόθηκαν στο τέλος της ταινίας"
    συνώνυμο:
  • πίστωση

9. An estimate, based on previous dealings, of a person's or an organization's ability to fulfill their financial commitments

    synonym:
  • credit rating
  • ,
  • credit

9. Μια εκτίμηση, βάσει προηγούμενων συναλλαγών, της ικανότητας ενός ατόμου ή ενός οργανισμού να εκπληρώσει τις οικονομικές του δεσμεύσεις

    συνώνυμο:
  • αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας
  • ,
  • πίστωση

verb

1. Give someone credit for something

  • "We credited her for saving our jobs"
    synonym:
  • credit

1. Δώστε σε κάποιον πίστωση για κάτι

  • "Την πιστώσαμε για να σώσει τις δουλειές μας"
    συνώνυμο:
  • πίστωση

2. Ascribe an achievement to

  • "She was not properly credited in the program"
    synonym:
  • accredit
  • ,
  • credit

2. Αποδίδω ένα επίτευγμα σε

  • "Δεν πιστώθηκε σωστά στο πρόγραμμα"
    συνώνυμο:
  • διαπιστεύω
  • ,
  • πίστωση

3. Accounting: enter as credit

  • "We credit your account with $100"
    synonym:
  • credit

3. Λογιστική: εισάγετε ως πίστωση

  • "Πιστώνουμε το λογαριασμό σας με $100"
    συνώνυμο:
  • πίστωση

4. Have trust in

  • Trust in the truth or veracity of
    synonym:
  • credit

4. Έχω εμπιστοσύνη στον

  • Εμπιστοσύνη στην αλήθεια ή την αλήθεια του
    συνώνυμο:
  • πίστωση

Examples of using

Sorry Link, I can't give credit. Come back when you're a little... mmm... richer!
Συγγνώμη Σύνδεσμος, δεν μπορώ να δώσω πίστωση. Ελάτε πίσω όταν είστε λίγο. πλουσιότεροι!
Do you sell on credit?
Πουλάτε με πίστωση?
The ATM has swallowed the credit card.
Το ΑΤΜ κατάπιε την πιστωτική κάρτα.