Translation meaning & definition of the word "credible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιόπιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Credible
[Αξιόπιστοσ]/krɛdəbəl/
adjective
1. Capable of being believed
- "Completely credible testimony"
- "Credible information"
- synonym:
- credible ,
- believable
1. Ικανό να πιστεύεται
- "Πλήρως αξιόπιστη μαρτυρία"
- "Αξιόπιστες πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- πιστευτόσ
2. (a common but incorrect usage where `credulous' would be appropriate) credulous
- "She was not the...credible fool he expected"
- synonym:
- credible
2. (α μια κοινή αλλά λανθασμένη χρήση όπου `το πιστοποιητικό' θα ήταν κατάλληλο) αξιόπιστο
- "Δεν ήταν ο αξιόπιστος ανόητος που περίμενε"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος
3. Appearing to merit belief or acceptance
- "A credible witness"
- synonym:
- credible
3. Εμφανίζονται αξίζουν την πίστη ή την αποδοχή
- "Αξιόπιστος μάρτυρας"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος