Translation meaning & definition of the word "credence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Credence
[Πιστότητα]/kridəns/
noun
1. The mental attitude that something is believable and should be accepted as true
- "He gave credence to the gossip"
- "Acceptance of newtonian mechanics was unquestioned for 200 years"
- synonym:
- credence ,
- acceptance
1. Η διανοητική στάση ότι κάτι είναι πιστευτό και πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αληθινή
- "Έδωσε αξιοπιστία στο κουτσομπολιό"
- "Η αποδοχή της νευτώνειας μηχανικής ήταν αδιαμφισβήτητη για 200 χρόνια"
- συνώνυμο:
- αξιοπιστία ,
- αποδοχή
2. A kind of sideboard or buffet
- synonym:
- credenza ,
- credence
2. Ένα είδος πλευρικού πίνακα ή μπουφέ
- συνώνυμο:
- πιστεύω ,
- αξιοπιστία