Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "creature" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Creature

[Πλάσμα]
/kriʧər/

noun

1. A living organism characterized by voluntary movement

    synonym:
  • animal
  • ,
  • animate being
  • ,
  • beast
  • ,
  • brute
  • ,
  • creature
  • ,
  • fauna

1. Ένας ζωντανός οργανισμός που χαρακτηρίζεται από εθελοντική κίνηση

    συνώνυμο:
  • ζώο
  • ,
  • ζωντανεύω
  • ,
  • θηρίο
  • ,
  • βρωμερός
  • ,
  • πλάσμα
  • ,
  • πανίδα

2. A human being

  • `wight' is an archaic term
    synonym:
  • creature
  • ,
  • wight

2. Ένας άνθρωπος

  • Ο γουάιτ είναι ένας αρχαϊκός όρος
    συνώνυμο:
  • πλάσμα
  • ,
  • ανατολή

3. A person who is controlled by others and is used to perform unpleasant or dishonest tasks for someone else

    synonym:
  • creature
  • ,
  • tool
  • ,
  • puppet

3. Ένα άτομο που ελέγχεται από άλλους και χρησιμοποιείται για να εκτελέσει δυσάρεστα ή ανέντιμα καθήκοντα για κάποιον άλλο

    συνώνυμο:
  • πλάσμα
  • ,
  • εργαλείο
  • ,
  • μαριονέτα

Examples of using

No creature whatsoever can live in space.
Κανένα πλάσμα δεν μπορεί να ζήσει στο διάστημα.
The dragon is an imaginary creature.
Ο δράκος είναι ένα φανταστικό πλάσμα.
The dragon is an imaginary creature.
Ο δράκος είναι ένα φανταστικό πλάσμα.