Translation meaning & definition of the word "creator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creator
[Δημιουργός]/krietər/
noun
1. Terms referring to the judeo-christian god
- synonym:
- Godhead ,
- Lord ,
- Creator ,
- Maker ,
- Divine ,
- God Almighty ,
- Almighty ,
- Jehovah
1. Όροι που αναφέρονται στον ιουδαιο-χριστιανικό θεό
- συνώνυμο:
- Θεότητα ,
- Κύριος ,
- Δημιουργός ,
- Κατασκευαστής ,
- Θεόσ ,
- Ο Θεός Παντοδύναμος ,
- Παντοδύναμος ,
- Ιεχωβά
2. A person who grows or makes or invents things
- synonym:
- creator
2. Ένα άτομο που μεγαλώνει ή φτιάχνει ή εφευρίσκει πράγματα
- συνώνυμο:
- δημιουργός
Examples of using
Zamenhof is the creator of Esperanto.
Ο Ζαμένχοφ είναι ο δημιουργός της Εσπεράντο.
The word "esperanto" means "one who hopes". It was the pseudonym of the creator of the international language.
Η λέξη "εσπεράντο" σημαίνει "κάποιος που ελπίζει". Ήταν το ψευδώνυμο του δημιουργού της διεθνούς γλώσσας.