Translation meaning & definition of the word "creativity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creativity
[Δημιουργικότητα]/krietɪvəti/
noun
1. The ability to create
- synonym:
- creativity ,
- creativeness ,
- creative thinking
1. Η ικανότητα να δημιουργείς
- συνώνυμο:
- δημιουργικότητα ,
- δημιουργική σκέψη
Examples of using
Can it be that you don't have a bit of creativity, to the point of always inventing the same apology?
Μπορεί να είναι ότι δεν έχετε λίγη δημιουργικότητα, σε σημείο να εφευρίσκετε πάντα την ίδια συγγνώμη?