Translation meaning & definition of the word "creative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creative
[Δημιουργικός]/krietɪv/
adjective
1. Having the ability or power to create
- "A creative imagination"
- synonym:
- creative ,
- originative
1. Να έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να δημιουργεί
- "Δημιουργική φαντασία"
- συνώνυμο:
- δημιουργικός ,
- πρωτότυπο
2. Promoting construction or creation
- "Creative work"
- synonym:
- creative
2. Προώθηση της κατασκευής ή της δημιουργίας
- "Δημιουργική εργασία"
- συνώνυμο:
- δημιουργικός
Examples of using
I'm creative.
Είμαι δημιουργικός.
Be creative.
Να είστε δημιουργικοί.
Please, be creative when posting new phrases on Tatoeba.
Παρακαλώ, να είστε δημιουργικοί όταν δημοσιεύετε νέες φράσεις στην Τατίμπα.