Translation meaning & definition of the word "creationism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creationism
[Δημιουργισμόσ]/krieʃənɪzəm/
noun
1. The literal belief in the account of creation given in the book of genesis
- "Creationism denies the theory of evolution of species"
- synonym:
- creationism
1. Η κυριολεκτική πίστη στην αφήγηση της δημιουργίας που δόθηκε στο βιβλίο της γένεσης
- "Ο δημιουργισμός αρνείται τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών"
- συνώνυμο:
- δημιουργισμόσ