Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "crease" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μείωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Crease

[Κρεάση]
/kris/

noun

1. An angular or rounded shape made by folding

  • "A fold in the napkin"
  • "A crease in his trousers"
  • "A plication on her blouse"
  • "A flexure of the colon"
  • "A bend of his elbow"
    synonym:
  • fold
  • ,
  • crease
  • ,
  • plication
  • ,
  • flexure
  • ,
  • crimp
  • ,
  • bend

1. Γωνιακό ή στρογγυλεμένο σχήμα που γίνεται με αναδίπλωση

  • "Μια πτυχή στη χαρτοπετσέτα"
  • "Μια πτυχή στο παντελόνι του"
  • "Μια επένδυση στην μπλούζα της"
  • "Μια κάμψη του παχέος εντέρου"
  • "Μια στροφή του αγκώνα του"
    συνώνυμο:
  • πτυχώ
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • επένδυση
  • ,
  • κάμψη
  • ,
  • πτύχωση

2. A slight depression in the smoothness of a surface

  • "His face has many lines"
  • "Ironing gets rid of most wrinkles"
    synonym:
  • wrinkle
  • ,
  • furrow
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle
  • ,
  • seam
  • ,
  • line

2. Μια μικρή κατάθλιψη στην ομαλότητα μιας επιφάνειας

  • "Το πρόσωπό του έχει πολλές γραμμές"
  • "Το σίδερο απαλλάσσει από τις περισσότερες ρυτίδες"
    συνώνυμο:
  • ρυτίδα
  • ,
  • αυλάκι
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω
  • ,
  • ραφή
  • ,
  • γραμμή

3. A malayan dagger with a wavy blade

    synonym:
  • kris
  • ,
  • creese
  • ,
  • crease

3. Ένα στιλέτο μαλαγιάν με μια κυματιστή λεπίδα

    συνώνυμο:
  • κρις
  • ,
  • κρέης
  • ,
  • πτυχή

verb

1. Make wrinkles or creases on a smooth surface

  • Make a pressed, folded or wrinkled line in
  • "The dress got wrinkled"
  • "Crease the paper like this to make a crane"
    synonym:
  • wrinkle
  • ,
  • ruckle
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle
  • ,
  • scrunch
  • ,
  • scrunch up
  • ,
  • crisp

1. Κάντε ρυτίδες ή πτυχώσεις σε μια λεία επιφάνεια

  • Κάντε μια πιεσμένη, διπλωμένη ή τσαλακωμένη γραμμή
  • "Το φόρεμα τσαλακώθηκε"
  • "Μειώστε το χαρτί έτσι για να κάνετε ένα γερανό"
    συνώνυμο:
  • ρυτίδα
  • ,
  • βολίδα
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω
  • ,
  • τραγανίζω
  • ,
  • τραγανός

2. Make wrinkled or creased

  • "Furrow one's brow"
    synonym:
  • furrow
  • ,
  • wrinkle
  • ,
  • crease

2. Κάντε τσαλακωμένο ή τσαλακωμένο

  • "Φρύδι κάποιου"
    συνώνυμο:
  • αυλάκι
  • ,
  • ρυτίδα
  • ,
  • πτυχή

3. Scrape gently

  • "Graze the skin"
    synonym:
  • graze
  • ,
  • crease
  • ,
  • rake

3. Ξύστε απαλά

  • "Αλείψτε το δέρμα"
    συνώνυμο:
  • βόσκηση
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • τσουγκράνα

4. Become wrinkled or crumpled or creased

  • "This fabric won't wrinkle"
    synonym:
  • rumple
  • ,
  • crumple
  • ,
  • wrinkle
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle

4. Τσαλακώνεται ή τσαλακώνεται ή τρίζεται

  • "Αυτό το ύφασμα δεν θα ρυτιδώσει"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • τσαλακώνω
  • ,
  • ρυτίδα
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω