Translation meaning & definition of the word "creamy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρέμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creamy
[Κρεμώδης]/krimi/
adjective
1. Of the color of cream
- "Creamy translucent pebbles"
- synonym:
- creamy
1. Από το χρώμα της κρέμας
- "Κρεμώδη ημιδιαφανή βότσαλα"
- συνώνυμο:
- κρεμώδης
2. Thick like cream
- synonym:
- creamy
2. Παχύ σαν κρέμα
- συνώνυμο:
- κρεμώδης