Translation meaning & definition of the word "creak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπάει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Creak
[Σπρώχνω]/krik/
noun
1. A squeaking sound
- "The creak of the floorboards gave him away"
- synonym:
- creak ,
- creaking
1. Ένας τραχύς ήχος
- "Η τρύπα των πατωμάτων του έδωσε μακριά"
- συνώνυμο:
- τρίζω
verb
1. Make a high-pitched, screeching noise
- "The door creaked when i opened it slowly"
- "My car engine makes a whining noise"
- synonym:
- whine ,
- squeak ,
- screech ,
- creak ,
- screak ,
- skreak
1. Κάντε έναν υψηλό θόρυβο που καίει
- "Η πόρτα έπεσε όταν την άνοιξα αργά"
- "Ο κινητήρας του αυτοκινήτου μου κάνει έναν θόρυβο"
- συνώνυμο:
- γουίνι ,
- τσιρίζω ,
- παραλείπω ,
- τρίζω ,
- περιπλέκω ,
- αποβάλλω