Translation meaning & definition of the word "crazy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρελό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crazy
[Τρελός]/krezi/
noun
1. Someone deranged and possibly dangerous
- synonym:
- crazy ,
- loony ,
- looney ,
- nutcase ,
- weirdo
1. Κάποιος είναι επικίνδυνος και πιθανόν επικίνδυνος
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- απολέπιση ,
- λούνεϊ ,
- ξηρόσ καρπός ,
- παράξενο
adjective
1. Affected with madness or insanity
- "A man who had gone mad"
- synonym:
- brainsick ,
- crazy ,
- demented ,
- disturbed ,
- mad ,
- sick ,
- unbalanced ,
- unhinged
1. Επηρεάζεται από την τρέλα ή την τρέλα
- "Ένας άνθρωπος που είχε τρελαθεί"
- συνώνυμο:
- εγκέφαλοσ ,
- τρελός ,
- αποσυμπιεσμένοσ ,
- ενοχλημένος ,
- άρρωστος ,
- ανισόρροποσ ,
- αστείρευτοσ
2. Foolish
- Totally unsound
- "A crazy scheme"
- "Half-baked ideas"
- "A screwball proposal without a prayer of working"
- synonym:
- crazy ,
- half-baked ,
- screwball ,
- softheaded
2. Ανόητος
- Εντελώς ανεπιθύμητος
- "Ένα τρελό σχέδιο"
- "Μισές ψημένες ιδέες"
- "Μια πρόταση βίδας χωρίς προσευχή εργασίας"
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- μισό ψημένο ,
- βίδα ,
- απαλός
3. Possessed by inordinate excitement
- "The crowd went crazy"
- "Was crazy to try his new bicycle"
- synonym:
- crazy
3. Κατέχεται από ασυνήθιστο ενθουσιασμό
- "Το πλήθος τρελάθηκε"
- "Τρελάθηκα να δοκιμάσω το νέο του ποδήλατο"
- συνώνυμο:
- τρελός
4. Bizarre or fantastic
- "Had a crazy dream"
- "Wore a crazy hat"
- synonym:
- crazy
4. Παράξενο ή φανταστικό
- "Είχα ένα τρελό όνειρο"
- "Πήρα ένα τρελό καπέλο"
- συνώνυμο:
- τρελός
5. Intensely enthusiastic about or preoccupied with
- "Crazy about cars and racing"
- "He is potty about her"
- synonym:
- crazy ,
- wild ,
- dotty ,
- gaga
5. Έντονα ενθουσιασμένος ή απασχολημένος με
- "Τρελός για τα αυτοκίνητα και τους αγώνες"
- "Είναι ασήμαντος για εκείνη"
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- άγριος ,
- τετριμμένοσ ,
- γκάγκα
Examples of using
John ran like crazy to the train station to catch the last train.
Ο Τζον έτρεξε σαν τρελός στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πιάσει το τελευταίο τρένο.
Aren't I going crazy?
Δεν τρελαίνομαι?
Has Tom become crazy?
Έχει τρελαθεί ο Τομ?