Translation meaning & definition of the word "crayon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κραγιόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crayon
[Κραγιόν]/kreɑn/
noun
1. Writing implement consisting of a colored stick of composition wax used for writing and drawing
- synonym:
- crayon ,
- wax crayon
1. Εφαρμογή γραφής που αποτελείται από ένα χρωματιστό ραβδί σύνθεσης κεριού που χρησιμοποιείται για γραφή και σχέδιο
- συνώνυμο:
- κραγιόν ,
- κερί κραγιόν
verb
1. Write, draw, or trace with a crayon
- synonym:
- crayon
1. Γράψτε, σχεδιάστε ή εντοπίστε με ένα κραγιόν
- συνώνυμο:
- κραγιόν