Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "crawl" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολαύστε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Crawl

[Καραβάλι]
/krɔl/

noun

1. A very slow movement

  • "The traffic advanced at a crawl"
    synonym:
  • crawl

1. Μια πολύ αργή κίνηση

  • "Η κυκλοφορία προχώρησε σε μια ανίχνευση"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

2. A swimming stroke

  • Arms are moved alternately overhead accompanied by a flutter kick
    synonym:
  • crawl
  • ,
  • front crawl
  • ,
  • Australian crawl

2. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο κολύμβησης

  • Τα όπλα κινούνται εναλλάξ επάνω από το κεφάλι συνοδευόμενα από ένα λάκτισμα πτερυγίου
    συνώνυμο:
  • σέρνω
  • ,
  • μπροστινή ανίχνευση
  • ,
  • Αυστραλιανή ανίχνευση

3. A slow mode of locomotion on hands and knees or dragging the body

  • "A crawl was all that the injured man could manage"
  • "The traffic moved at a creep"
    synonym:
  • crawl
  • ,
  • crawling
  • ,
  • creep
  • ,
  • creeping

3. Ένας αργός τρόπος μετακίνησης στα χέρια και τα γόνατα ή να σύρει το σώμα

  • "Ένας ανιχνευτής ήταν το μόνο που μπορούσε να διαχειριστεί ο τραυματίας"
  • "Η κυκλοφορία κινήθηκε σε έναν ερπυσμό"
    συνώνυμο:
  • σέρνω
  • ,
  • σέρνοντασ

verb

1. Move slowly

  • In the case of people or animals with the body near the ground
  • "The crocodile was crawling along the riverbed"
    synonym:
  • crawl
  • ,
  • creep

1. Κινηθείτε αργά

  • Στην περίπτωση ανθρώπων ή ζώων με το σώμα κοντά στο έδαφος
  • "Ο κροκόδειλος σέρνεται κατά μήκος της κοίτης του ποταμού"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

2. Feel as if crawling with insects

  • "My skin crawled--i was terrified"
    synonym:
  • crawl

2. Νιώστε σαν να σέρνεστε με έντομα

  • "Το δέρμα μου σέρνεται - τρομοκρατήθηκα"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

3. Be full of

  • "The old cheese was crawling with maggots"
    synonym:
  • crawl

3. Είμαι γεμάτος

  • "Το παλιό τυρί σέρνεται με σκουλήκια"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

4. Show submission or fear

    synonym:
  • fawn
  • ,
  • crawl
  • ,
  • creep
  • ,
  • cringe
  • ,
  • cower
  • ,
  • grovel

4. Εμφάνιση υποταγής ή φόβου

    συνώνυμο:
  • φαύλοσ
  • ,
  • σέρνω
  • ,
  • παραφυάδα
  • ,
  • παραχωρών
  • ,
  • αυλάκι

5. Swim by doing the crawl

  • "European children learn the breast stroke
  • They often don't know how to crawl"
    synonym:
  • crawl

5. Κολυμπήστε κάνοντας την ανίχνευση

  • "Τα ευρωπαϊκά παιδιά μαθαίνουν το εγκεφαλικό επεισόδιο του μαστού
  • Συχνά δεν ξέρουν πώς να μπουσουλήσουν"
    συνώνυμο:
  • σέρνω

Examples of using

He felt something crawl up his leg.
Ένιωσε κάτι να σέρνει το πόδι του.
I'm so embarrassed I could dig a hole and crawl into it.
Είμαι τόσο ντροπιασμένος που θα μπορούσα να σκάψω μια τρύπα και να σέρνομαι σε αυτήν.
I'm so sorry about what I did. I wish I could just crawl into a hole and die.
Λυπάμαι πολύ για αυτό που έκανα. Μακάρι να μπορούσα να μπουσουλήσω σε μια τρύπα και να πεθάνω.