Translation meaning & definition of the word "crater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρατήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crater
[Κρατήρασ]/kretər/
noun
1. A bowl-shaped geological formation at the top of a volcano
- synonym:
- volcanic crater ,
- crater
1. Ένας γεωλογικός σχηματισμός σε σχήμα κύπελλου στην κορυφή ενός ηφαιστείου
- συνώνυμο:
- ηφαιστειακός κρατήρας ,
- κρατήρας
2. A faint constellation in the southern hemisphere near hydra and corvus
- synonym:
- Crater
2. Ένας αχνός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο κοντά στην ύδρα και τον κόρβο
- συνώνυμο:
- Κρατήρασ
3. A bowl-shaped depression formed by the impact of a meteorite or bomb
- synonym:
- crater
3. Μια κατάθλιψη σε σχήμα κύπελλου που σχηματίζεται από την επίδραση ενός μετεωρίτη ή βόμβας
- συνώνυμο:
- κρατήρας
Examples of using
Curiosity has landed inside the Gale crater.
Η περιέργεια έχει προσγειωθεί μέσα στον κρατήρα του Γκέιλ.
Curiosity has landed inside the Gale crater.
Η περιέργεια έχει προσγειωθεί μέσα στον κρατήρα του Γκέιλ.