Translation meaning & definition of the word "crate" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "κλατάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crate
[Συνταγή]/kret/
noun
1. A rugged box (usually made of wood)
- Used for shipping
- synonym:
- crate
1. Ένα τραχύ κουτί (συνήθως κατασκευασμένο από ξύλο)
- Χρησιμοποιημένος για τη ναυτιλία
- συνώνυμο:
- κλουβί
2. The quantity contained in a crate
- synonym:
- crate ,
- crateful
2. Η ποσότητα που περιέχεται σε ένα κιβώτιο
- συνώνυμο:
- κλουβί ,
- κλαδευτικόσ
verb
1. Put into a crate
- As for protection
- "Crate the paintings before shipping them to the museum"
- synonym:
- crate
1. Βάζω σε ένα κλουβί
- Όσο για την προστασία
- "Χαρακτηρίστε τους πίνακες πριν τους στείλετε στο μουσείο"
- συνώνυμο:
- κλουβί