Translation meaning & definition of the word "crash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
Crash
[Συντριβή]noun
1. A loud resonant repeating noise
- "He could hear the clang of distant bells"
- synonym:
- clang ,
- clangor ,
- clangour ,
- clangoring ,
- clank ,
- clash ,
- crash
1. Ένας δυνατός συντονισμένος θόρυβος επανάληψης
- "Θα μπορούσε να ακούσει την κλάνγκ των μακρινών κουδουνιών"
- συνώνυμο:
- κλαγγή ,
- κλανγκόρ ,
- κλανγκούρ ,
- κλαγγάζω ,
- φυλακή ,
- σύγκρουση ,
- συντρίβω
2. A serious accident (usually involving one or more vehicles)
- "They are still investigating the crash of the twa plane"
- synonym:
- crash ,
- wreck
2. Ένα σοβαρό ατύχημα (συνήθως περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα οχήματα)
- "Εξακολουθούν να ερευνούν τη συντριβή του αεροπλάνου του δβα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- ναυάγιο
3. A sudden large decline of business or the prices of stocks (especially one that causes additional failures)
- synonym:
- crash ,
- collapse
3. Μια ξαφνική μεγάλη μείωση των επιχειρήσεων ή οι τιμές των αποθεμάτων (ειδικά αυτή που προκαλεί πρόσθετες αποτυχίες)
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- κατάρρευση
4. The act of colliding with something
- "His crash through the window"
- "The fullback's smash into the defensive line"
- synonym:
- crash ,
- smash
4. Η πράξη της σύγκρουσης με κάτι
- "Πέφτει από το παράθυρο"
- "Η πλήρης πλήρης επίθεση στην αμυντική γραμμή"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- συνθλίβω
5. (computer science) an event that causes a computer system to become inoperative
- "The crash occurred during a thunderstorm and the system has been down ever since"
- synonym:
- crash
5. (επιστήμη υπολογιστών) ένα γεγονός που προκαλεί ένα σύστημα υπολογιστών να γίνει ανενεργό
- "Η συντριβή σημειώθηκε κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας και το σύστημα έχει μειωθεί από τότε"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
verb
1. Fall or come down violently
- "The branch crashed down on my car"
- "The plane crashed in the sea"
- synonym:
- crash
1. Πέσει ή να κατέβει βίαια
- "Το κλαδί έπεσε στο αυτοκίνητό μου"
- "Το αεροπλάνο συνετρίβη στη θάλασσα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
2. Move with, or as if with, a crashing noise
- "The car crashed through the glass door"
- synonym:
- crash
2. Μετακινήστε με, ή σαν με, ένα θόρυβο που συντρίβει
- "Το αυτοκίνητο συνετρίβη μέσα από τη γυάλινη πόρτα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
3. Undergo damage or destruction on impact
- "The plane crashed into the ocean"
- "The car crashed into the lamp post"
- synonym:
- crash ,
- ram
3. Υποστεί ζημιά ή καταστροφή στον αντίκτυπο
- "Το αεροπλάνο έπεσε στον ωκεανό"
- "Το αυτοκίνητο συνετρίβη στη θέση του λαμπτήρα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- κριός
4. Move violently as through a barrier
- "The terrorists crashed the gate"
- synonym:
- crash
4. Μετακινηθείτε βίαια όπως μέσω ενός φραγμού
- "Οι τρομοκράτες κατέπεσαν την πύλη"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
5. Break violently or noisily
- Smash
- synonym:
- crash ,
- break up ,
- break apart
5. Σπάστε βίαια ή θορυβωδώς
- Συνθλίβω
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- διαλύω
6. Occupy, usually uninvited
- "My son's friends crashed our house last weekend"
- synonym:
- crash
6. Καταλάβετε, συνήθως απρόσκλητο
- "Οι φίλοι του γιου μου συνέτριψαν το σπίτι μας το περασμένο σαββατοκύριακο"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
7. Make a sudden loud sound
- "The waves crashed on the shore and kept us awake all night"
- synonym:
- crash
7. Κάντε έναν ξαφνικό δυνατό ήχο
- "Τα κύματα έπεσαν στην ακτή και μας κράτησαν ξύπνιους όλη τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
8. Enter uninvited
- Informal
- "Let's crash the party!"
- synonym:
- barge in ,
- crash ,
- gate-crash
8. Εισάγετε απρόσκλητο
- Άτυπος
- "Ας συντρίψουμε το πάρτι!"
- συνώνυμο:
- φορτηγίδα ,
- συντρίβω ,
- πύλη-συντριβή
9. Cause to crash
- "The terrorists crashed the plane into the palace"
- "Mother crashed the motorbike into the lamppost"
- synonym:
- crash
9. Αιτία να συντριβεί
- "Οι τρομοκράτες συνέτριψαν το αεροπλάνο στο παλάτι"
- "Η μητέρα συνέτριψε τη μοτοσικλέτα στο φανάρι"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
10. Hurl or thrust violently
- "He dashed the plate against the wall"
- "Waves were dashing against the rock"
- synonym:
- crash ,
- dash
10. Βιασύνη ή ώθηση βίαια
- "Βούτηξε την πλάκα στον τοίχο"
- "Τα κύματα έπεφταν ενάντια στο βράχο"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- ταμπλό
11. Undergo a sudden and severe downturn
- "The economy crashed"
- "Will the stock market crash again?"
- synonym:
- crash
11. Υποβάλλονται σε ξαφνική και σοβαρή ύφεση
- "Η οικονομία κατέρρευσε"
- "Θα καταρρεύσει πάλι το χρηματιστήριο?"
- συνώνυμο:
- συντρίβω
12. Stop operating
- "My computer crashed last night"
- "The system goes down at least once a week"
- synonym:
- crash ,
- go down
12. Σταματήστε να λειτουργείτε
- "Ο υπολογιστής μου συνετρίβη χθες το βράδυ"
- "Το σύστημα κατεβαίνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- κατεβαίνω
13. Sleep in a convenient place
- "You can crash here, though it's not very comfortable"
- synonym:
- doss ,
- doss down ,
- crash
13. Κοιμηθείτε σε ένα βολικό μέρος
- "Μπορείτε να συντρίψετε εδώ, αν και δεν είναι πολύ άνετα"
- συνώνυμο:
- αφελήσ ,
- αφήνω κάτω ,
- συντρίβω