Translation meaning & definition of the word "cranky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τραγικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cranky
[Κακόκεφοσ]/kræŋki/
adjective
1. (used of boats) inclined to heel over easily under sail
- synonym:
- crank ,
- cranky ,
- tender ,
- tippy
1. (χρησιμοποιείται από σκάφη) με τάση πάνω εύκολα κάτω από το πανί
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ ,
- παλαβός ,
- προσφορά ,
- απαλός
2. Easily irritated or annoyed
- "An incorrigibly fractious young man"
- "Not the least nettlesome of his countrymen"
- synonym:
- cranky ,
- fractious ,
- irritable ,
- nettlesome ,
- peevish ,
- peckish ,
- pettish ,
- petulant ,
- scratchy ,
- testy ,
- tetchy ,
- techy
2. Εύκολα ερεθισμένος ή ενοχλημένος
- "Ένας ανελέητα θρυμματισμένος νέος"
- "Όχι το λιγότερο τραγανό των συμπατριωτών του"
- συνώνυμο:
- παλαβός ,
- αποσπασματικός ,
- ευερέθιστοσ ,
- τραγανόσ ,
- πεβρώδησ ,
- πεκινουά ,
- πετρώδησ ,
- απολιθωτικό ,
- τραχύσ ,
- περιποιημένοσ ,
- τέτσι ,
- τεχνολογικά
Examples of using
I'm not cranky.
Δεν είμαι απατεώνας.
He was so cranky last night.
Ήταν τόσο απειλητικός χθες το βράδυ.