Translation meaning & definition of the word "crankshaft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρανκσχάουτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crankshaft
[Κρανκσαουλτ]/kræŋkʃæft/
noun
1. A rotating shaft driven by (or driving) a crank
- synonym:
- crankshaft
1. Ένας περιστρεφόμενος άξονας που οδηγείται από (ορ οδήγηση) ένα στρόφαλο
- συνώνυμο:
- στροφαλοφόροσ