Translation meaning & definition of the word "crank" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σφαγμένος" στην ελληνική γλώσσα
Crank
[Στρόφαλοσ]noun
1. A bad-tempered person
- synonym:
- grouch ,
- grump ,
- crank ,
- churl ,
- crosspatch
1. Ένας κακός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- γκριλ ,
- στρόφαλοσ ,
- τσουρλ ,
- παρτίδα
2. A whimsically eccentric person
- synonym:
- crackpot ,
- crank ,
- nut ,
- nut case ,
- fruitcake ,
- screwball
2. Ένα παράξενο εκκεντρικό άτομο
- συνώνυμο:
- παλιοκόπτησ ,
- στρόφαλοσ ,
- καρύδι ,
- θήκη καρυδιού ,
- φρούτων ,
- βίδα
3. An amphetamine derivative (trade name methedrine) used in the form of a crystalline hydrochloride
- Used as a stimulant to the nervous system and as an appetite suppressant
- synonym:
- methamphetamine ,
- methamphetamine hydrochloride ,
- Methedrine ,
- meth ,
- deoxyephedrine ,
- chalk ,
- chicken feed ,
- crank ,
- glass ,
- ice ,
- shabu ,
- trash
3. Ένα παράγωγο αμφεταμίνης (εμπορικό όνομα μεθεδριν) που χρησιμοποιείται με τη μορφή κρυσταλλικού υδροχλωριδίου
- Χρησιμοποιείται ως διεγερτικό στο νευρικό σύστημα και ως κατασταλτικό της όρεξης
- συνώνυμο:
- μεθαμφεταμίνη ,
- υδροχλωρική μεθαμφεταμίνη ,
- Μεθεδρίνη ,
- μεθ ,
- δεοξυεφεδρίνη ,
- κιμωλία ,
- τροφή κοτόπουλου ,
- στρόφαλοσ ,
- γυαλί ,
- πάγος ,
- σαμπού ,
- σκουπίδια
4. A hand tool consisting of a rotating shaft with parallel handle
- synonym:
- crank ,
- starter
4. Ένα εργαλείο χειρός που αποτελείται από έναν περιστρεφόμενο άξονα με την παράλληλη λαβή
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ ,
- εκκινητήσ
verb
1. Travel along a zigzag path
- "The river zigzags through the countryside"
- synonym:
- zigzag ,
- crank
1. Ταξιδέψτε κατά μήκος ενός μονοπατιού ζιγκ-ζαγκ
- "Ο ποταμός ζιγκ-ζαγκ μέσα από την ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- ζιγκ-ζαγκ ,
- στρόφαλοσ
2. Start by cranking
- "Crank up the engine"
- synonym:
- crank ,
- crank up
2. Ξεκινήστε με το στροφαλοφόρο
- "Σηκώστε τον κινητήρα"
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ ,
- πατώ
3. Rotate with a crank
- synonym:
- crank ,
- crank up
3. Περιστρέψτε με ένα στρόφαλο
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ ,
- πατώ
4. Fasten with a crank
- synonym:
- crank
4. Στερεώστε με ένα στρόφαλο
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ
5. Bend into the shape of a crank
- synonym:
- crank
5. Λυγίστε στο σχήμα ενός στρόφαλου
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ
adjective
1. (used of boats) inclined to heel over easily under sail
- synonym:
- crank ,
- cranky ,
- tender ,
- tippy
1. (χρησιμοποιείται από σκάφη) με τάση πάνω εύκολα κάτω από το πανί
- συνώνυμο:
- στρόφαλοσ ,
- παλαβός ,
- προσφορά ,
- απαλός