Translation meaning & definition of the word "cranberry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βατόμουρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cranberry
[Κράνμπερι]/krænbɛri/
noun
1. Any of numerous shrubs of genus vaccinium bearing cranberries
- synonym:
- cranberry
1. Οποιοσδήποτε από τους πολυάριθμους θάμνους του γένους εμβολίου που φέρουν βακκίνια
- συνώνυμο:
- κράνμπερι
2. Very tart red berry used for sauce or juice
- synonym:
- cranberry
2. Πολύ ξινό κόκκινο μούρο που χρησιμοποιείται για σάλτσα ή χυμό
- συνώνυμο:
- κράνμπερι
Examples of using
There is cranberry juice in the fridge.
Υπάρχει χυμός βακκίνιων στο ψυγείο.