Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cramp" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κράμπα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cramp

[Κράμπα]
/kræmp/

noun

1. A painful and involuntary muscular contraction

    synonym:
  • spasm
  • ,
  • cramp
  • ,
  • muscle spasm

1. Μια οδυνηρή και ακούσια μυϊκή συστολή

    συνώνυμο:
  • σπασμόσ
  • ,
  • κράμπα
  • ,
  • μυϊκός σπασμός

2. A clamp for holding pieces of wood together while they are glued

    synonym:
  • cramp

2. Ένας σφιγκτήρας για τη συγκράτηση των κομματιών ξύλου μαζί ενώ είναι κολλημένα

    συνώνυμο:
  • κράμπα

3. A strip of metal with ends bent at right angles

  • Used to hold masonry together
    synonym:
  • cramp
  • ,
  • cramp iron

3. Μια λωρίδα μετάλλου με άκρα λυγισμένα σε ορθές γωνίες

  • Συνήθιζε να κρατάει την τοιχοποιία μαζί
    συνώνυμο:
  • κράμπα
  • ,
  • σίδερο κράμπας

verb

1. Secure with a cramp

  • "Cramp the wood"
    synonym:
  • cramp

1. Ασφαλίστε με κράμπες

  • "Κραμπώνω το ξύλο"
    συνώνυμο:
  • κράμπα

2. Prevent the progress or free movement of

  • "He was hampered in his efforts by the bad weather"
  • "The imperialist nation wanted to strangle the free trade between the two small countries"
    synonym:
  • hamper
  • ,
  • halter
  • ,
  • cramp
  • ,
  • strangle

2. Αποτρέψτε την πρόοδο ή την ελεύθερη κυκλοφορία των

  • "Παρεμποδίστηκε στις προσπάθειές του από τις κακές καιρικές συνθήκες"
  • "Το ιμπεριαλιστικό έθνος ήθελε να στραγγαλίσει το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των δύο μικρών χωρών"
    συνώνυμο:
  • παρεμποδίζων
  • ,
  • χάλτερ
  • ,
  • κράμπα
  • ,
  • στραγγαλίζω

3. Affect with or as if with a cramp

    synonym:
  • cramp

3. Επηρεάστε με ή σαν με κράμπες

    συνώνυμο:
  • κράμπα

4. Suffer from sudden painful contraction of a muscle

    synonym:
  • cramp

4. Υποφέρετε από ξαφνική επώδυνη συστολή ενός μυός

    συνώνυμο:
  • κράμπα