Translation meaning & definition of the word "cram" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμμάριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cram
[Κρανίο]/kræm/
verb
1. Crowd or pack to capacity
- "The theater was jampacked"
- synonym:
- jam ,
- jampack ,
- ram ,
- chock up ,
- cram ,
- wad
1. Πλήθος ή πακέτο για την ικανότητα
- "Το θέατρο είχε αποσυρθεί"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα ,
- τζαμπάκ ,
- κριός ,
- τσαλακώνω ,
- κράμπα ,
- βατ
2. Put something somewhere so that the space is completely filled
- "Cram books into the suitcase"
- synonym:
- cram
2. Βάλτε κάτι κάπου έτσι ώστε ο χώρος να είναι εντελώς γεμάτος
- "Βιβλία στη βαλίτσα"
- συνώνυμο:
- κράμπα
3. Study intensively, as before an exam
- "I had to bone up on my latin verbs before the final exam"
- synonym:
- cram ,
- grind away ,
- drum ,
- bone up ,
- swot ,
- get up ,
- mug up ,
- swot up ,
- bone
3. Μελετήστε εντατικά, όπως και πριν από την εξέταση
- "Έπρεπε να ανέβω στα λατινικά ρήματά μου πριν από την τελική εξέταση"
- συνώνυμο:
- κράμπα ,
- απομακρύνομαι ,
- τύμπανο ,
- αναπηδώ ,
- παραπονιέμαι ,
- σηκώνομαι ,
- κούπα ,
- πετώ ,
- οστό
4. Prepare (students) hastily for an impending exam
- synonym:
- cram
4. Προετοιμάστε τους ( μαθητές) βιαστικά για μια επικείμενη εξέταση
- συνώνυμο:
- κράμπα
Examples of using
I suppose I'll be in trouble if I don't stay up all night to cram for the examination.
Υποθέτω ότι θα έχω πρόβλημα αν δεν μείνω ξύπνιος όλη τη νύχτα για να γεμίσω για την εξέταση.