Translation meaning & definition of the word "crag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κράσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crag
[Κραυγή]/kræg/
noun
1. A steep rugged rock or cliff
- synonym:
- crag
1. Ένας απότομος τραχύς βράχος ή βράχος
- συνώνυμο:
- βραχίονασ