Translation meaning & definition of the word "crafty" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πονηρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crafty
[Crafty]/kræfti/
adjective
1. Marked by skill in deception
- "Cunning men often pass for wise"
- "Deep political machinations"
- "A foxy scheme"
- "A slick evasive answer"
- "Sly as a fox"
- "Tricky dick"
- "A wily old attorney"
- synonym:
- crafty ,
- cunning ,
- dodgy ,
- foxy ,
- guileful ,
- knavish ,
- slick ,
- sly ,
- tricksy ,
- tricky ,
- wily
1. Χαρακτηρίζεται από επιδεξιότητα στην εξαπάτηση
- "Οι πονηροί άντρες συχνά περνούν για σοφοί"
- "Βαθιές πολιτικές μηχανορραφίες"
- "Ένα σχέδιο αλεπούδων"
- "Μια γλαφυρή απάντηση υπεκφυγής"
- "Πονηρός σαν αλεπού"
- "Δύσκολος ντικ"
- "Ένας πονηρός παλιός δικηγόρος"
- συνώνυμο:
- πανούργοσ ,
- πονηριά ,
- ντόντι ,
- αλεπού ,
- δόλιος ,
- παραγεμίζω ,
- slick ,
- πονηρός ,
- παιχνιδιάρησ ,
- δύσκολο