Translation meaning & definition of the word "craftsman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Craftsman
[Χειροτέχνησ]/kræftsmən/
noun
1. A professional whose work is consistently of high quality
- "As an actor he was a consummate craftsman"
- synonym:
- craftsman
1. Ένας επαγγελματίας του οποίου η εργασία είναι σταθερά υψηλής ποιότητας
- "Ως ηθοποιός ήταν ένας καταπληκτικός τεχνίτης"
- συνώνυμο:
- τεχνίτησ
2. A creator of great skill in the manual arts
- "The jewelry was made by internationally famous craftsmen"
- synonym:
- craftsman ,
- crafter
2. Ένας δημιουργός μεγάλων δεξιοτήτων στις χειρωνακτικές τέχνες
- "Το κόσμημα έγινε από διεθνώς διάσημους τεχνίτες"
- συνώνυμο:
- τεχνίτησ ,
- περιπατητήσ
3. A skilled worker who practices some trade or handicraft
- synonym:
- craftsman ,
- artisan ,
- journeyman ,
- artificer
3. Ειδικευμένος εργαζόμενος που ασκεί κάποιο εμπόριο ή χειροτεχνία
- συνώνυμο:
- τεχνίτησ ,
- τεχνίτης ,
- ταξιδιωτών