Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "craft" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαφή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Craft

[Σκάφος]
/kræft/

noun

1. The skilled practice of a practical occupation

  • "He learned his trade as an apprentice"
    synonym:
  • trade
  • ,
  • craft

1. Η εξειδικευμένη πρακτική ενός πρακτικού επαγγέλματος

  • "Μαθαίνει το εμπόριό του ως μαθητευόμενος"
    συνώνυμο:
  • εμπόριο
  • ,
  • σκάφος

2. A vehicle designed for navigation in or on water or air or through outer space

    synonym:
  • craft

2. Όχημα σχεδιασμένο για πλοήγηση σε νερό ή αέρα ή μέσω εξωτερικού χώρου

    συνώνυμο:
  • σκάφος

3. People who perform a particular kind of skilled work

  • "He represented the craft of brewers"
  • "As they say in the trade"
    synonym:
  • craft
  • ,
  • trade

3. Άτομα που εκτελούν ένα συγκεκριμένο είδος εξειδικευμένης εργασίας

  • "Αντιπροσώπευε την τέχνη των ζυθοποιών"
  • "Όπως λένε στο εμπόριο"
    συνώνυμο:
  • σκάφος
  • ,
  • εμπόριο

4. Skill in an occupation or trade

    synonym:
  • craft
  • ,
  • craftsmanship
  • ,
  • workmanship

4. Δεξιότητα σε επάγγελμα ή εμπόριο

    συνώνυμο:
  • σκάφος
  • ,
  • χειροτεχνία
  • ,
  • εργασία

5. Shrewdness as demonstrated by being skilled in deception

    synonym:
  • craft
  • ,
  • craftiness
  • ,
  • cunning
  • ,
  • foxiness
  • ,
  • guile
  • ,
  • slyness
  • ,
  • wiliness

5. Η εξαπάτηση όπως αποδεικνύεται με το να είναι κανείς ειδικευμένος στην εξαπάτηση

    συνώνυμο:
  • σκάφος
  • ,
  • επιδεξιότητα
  • ,
  • πονηρόσ
  • ,
  • αλεπού
  • ,
  • γκουίλ
  • ,
  • πονηρία
  • ,
  • ευφυία

verb

1. Make by hand and with much skill

  • "The artisan crafted a complicated tool"
    synonym:
  • craft

1. Κάντε με το χέρι και με πολλή ικανότητα

  • "Ο τεχνίτης έφτιαξε ένα περίπλοκο εργαλείο"
    συνώνυμο:
  • σκάφος