Translation meaning & definition of the word "crackling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crackling
[Ράγισμα]/kræklɪŋ/
noun
1. The residue that remains after animal fat has been rendered
- synonym:
- greaves ,
- crackling
1. Το υπόλειμμα που παραμένει μετά το ζωικό λίπος έχει αποδοθεί
- συνώνυμο:
- λιβάδια ,
- πυρόλυση
2. The sharp sound of snapping noises
- synonym:
- crackle ,
- crackling ,
- crepitation
2. Ο αιχμηρός ήχος των τραυματισμένων θορύβων
- συνώνυμο:
- κροτάλισμα ,
- πυρόλυση ,
- αποτέφρωση