Translation meaning & definition of the word "cracker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ρωγμή" στην ελληνική γλώσσα
Cracker
[Καταπατώ]noun
1. A thin crisp wafer made of flour and water with or without leavening and shortening
- Unsweetened or semisweet
- synonym:
- cracker
1. Μια λεπτή τραγανή γκοφρέτα από αλεύρι και νερό με ή χωρίς ζύμωμα και συντόμευση
- Μη ζαχαρούχο ή ημίγλυκο
- συνώνυμο:
- κράκερ
2. A poor white person in the southern united states
- synonym:
- redneck ,
- cracker
2. Ένας φτωχός λευκός στις νότιες ηνωμένες πολιτείες
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω ,
- κράκερ
3. A programmer who cracks (gains unauthorized access to) computers, typically to do malicious things
- "Crackers are often mistakenly called hackers"
- synonym:
- cracker
3. Ένας προγραμματιστής που ραγίζει (αποκτά μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σευπολογιστές ), συνήθως για να κάνει κακόβουλα πράγματα
- "Οι κροτίδες συχνά αποκαλούνται λανθασμένα χάκερ"
- συνώνυμο:
- κράκερ
4. Firework consisting of a small explosive charge and fuse in a heavy paper casing
- synonym:
- firecracker ,
- cracker ,
- banger
4. Πυροτεχνήματα που αποτελούνται από ένα μικρό εκρηκτικό φορτίο και θρυαλλίδα σε ένα βαρύ χάρτινο περίβλημα
- συνώνυμο:
- πυροτέχνημα ,
- κράκερ ,
- μπάνγκερ
5. A party favor consisting of a paper roll (usually containing candy or a small favor) that pops when pulled at both ends
- synonym:
- cracker ,
- snapper ,
- cracker bonbon
5. Μια εύνοια πάρτι που αποτελείται από ένα ρολό χαρτιού (συνήθως περιέχει καραμέλα ή μια μικρή εύνοια) που σκάει όταν τραβιέται και
- συνώνυμο:
- κράκερ ,
- παπαγάλος ,
- κρακ μπομπόν