Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "crab" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καβούρι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Crab

[Καβούρι]
/kræb/

noun

1. Decapod having eyes on short stalks and a broad flattened carapace with a small abdomen folded under the thorax and pincers

    synonym:
  • crab

1. Το ντεκάποδο έχει τα μάτια σε κοντούς μίσχους και ένα ευρύ πεπλατυσμένο καβούκι με μια μικρή κοιλιά διπλωμένη κάτω από το θώρακα και τις κάννες

    συνώνυμο:
  • καβούρι

2. A quarrelsome grouch

    synonym:
  • crab
  • ,
  • crabby person

2. Ένας τσακωμένος σκύλος

    συνώνυμο:
  • καβούρι
  • ,
  • ανθρωπάκι

3. (astrology) a person who is born while the sun is in cancer

    synonym:
  • Cancer
  • ,
  • Crab

3. (αστρολογία) ένα άτομο που γεννιέται ενώ ο ήλιος είναι στον καρκίνο

    συνώνυμο:
  • Καρκίνος
  • ,
  • Καβούρι

4. The fourth sign of the zodiac

  • The sun is in this sign from about june 21 to july 22
    synonym:
  • Cancer
  • ,
  • Cancer the Crab
  • ,
  • Crab

4. Το τέταρτο σημάδι του ζωδιακού κύκλου

  • Ο ήλιος βρίσκεται σε αυτό το ζώδιο από τις 21 ιουνίου έως τις 22 ιουλίου
    συνώνυμο:
  • Καρκίνος
  • ,
  • Καρκίνος ο Καβούρι
  • ,
  • Καβούρι

5. The edible flesh of any of various crabs

    synonym:
  • crab
  • ,
  • crabmeat

5. Η βρώσιμη σάρκα οποιουδήποτε από τα διάφορα καβούρια

    συνώνυμο:
  • καβούρι
  • ,
  • καβουρό

6. A louse that infests the pubic region of the human body

    synonym:
  • crab louse
  • ,
  • pubic louse
  • ,
  • crab
  • ,
  • Phthirius pubis

6. Μια ψείρα που μολύνει την ηβική περιοχή του ανθρώπινου σώματος

    συνώνυμο:
  • καβουράκι
  • ,
  • ηβική ψείρα
  • ,
  • καβούρι
  • ,
  • Φθιριόβιος ηβής

7. A stroke of the oar that either misses the water or digs too deeply

  • "He caught a crab and lost the race"
    synonym:
  • crab

7. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο του κουπιού που είτε χάνει το νερό είτε σκάβει πολύ βαθιά

  • "Έπιασε ένα καβούρι και έχασε τον αγώνα"
    συνώνυμο:
  • καβούρι

verb

1. Direct (an aircraft) into a crosswind

    synonym:
  • crab

1. Απευθείας (αεροσκάφος) σε διαγώνιο άνεμο

    συνώνυμο:
  • καβούρι

2. Scurry sideways like a crab

    synonym:
  • crab

2. Πετάξτε πλάγια σαν καβούρι

    συνώνυμο:
  • καβούρι

3. Fish for crab

    synonym:
  • crab

3. Ψάρια για καβούρια

    συνώνυμο:
  • καβούρι

4. Complain

  • "What was he hollering about?"
    synonym:
  • gripe
  • ,
  • bitch
  • ,
  • grouse
  • ,
  • crab
  • ,
  • beef
  • ,
  • squawk
  • ,
  • bellyache
  • ,
  • holler

4. Παραπονιέμαι

  • "Για ποιο πράγμα συγκλονίζεται?"
    συνώνυμο:
  • λαβή
  • ,
  • σκύλα
  • ,
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • καβούρι
  • ,
  • βοδινό κρέας
  • ,
  • τρίξιμο
  • ,
  • πονοκέφαλος
  • ,
  • χόλερ