Translation meaning & definition of the word "coy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coy
[Καλαμπόκι]/kɔɪ/
adjective
1. Affectedly modest or shy especially in a playful or provocative way
- synonym:
- coy ,
- demure ,
- overmodest
1. Μέτρια ή ντροπαλή ειδικά με παιχνιδιάρικο ή προκλητικό τρόπο
- συνώνυμο:
- πανούργοσ ,
- αποστροφή ,
- υπερβολικά μετριοπαθής
2. Showing marked and often playful or irritating evasiveness or reluctance to make a definite or committing statement
- "A politician coy about his intentions"
- synonym:
- coy
2. Δείχνοντας έντονη και συχνά παιχνιδιάρικη ή ενοχλητική υπεκφυγή ή απροθυμία να κάνει μια συγκεκριμένη δήλωση ή δήλωση δέσμευσης
- "Ένας πολιτικός που παίζει με τις προθέσεις του"
- συνώνυμο:
- πανούργοσ
3. Modestly or warily rejecting approaches or overtures
- "Like a wild young colt, very inquisitive but very coy and not to be easily cajoled"
- synonym:
- coy
3. Μέτρια ή πολυεπίπεδη απόρριψη προσεγγίσεων ή ανατροπών
- "Σαν ένα άγριο νεαρό πουλί, πολύ περίεργο, αλλά πολύ κωλυσιεργό και να μην είναι εύκολο να χαϊδεύεται"
- συνώνυμο:
- πανούργοσ