Translation meaning & definition of the word "cowl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καουλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cowl
[Καουλία]/kaʊl/
noun
1. Protective covering consisting of a metal part that covers the engine
- "There are powerful engines under the hoods of new cars"
- "The mechanic removed the cowling in order to repair the plane's engine"
- synonym:
- hood ,
- bonnet ,
- cowl ,
- cowling
1. Προστατευτικό κάλυμμα που αποτελείται από μεταλλικό μέρος που καλύπτει τον κινητήρα
- "Υπάρχουν ισχυροί κινητήρες κάτω από τις κουκούλες των νέων αυτοκινήτων"
- "Ο μηχανικός αφαίρεσε την κουδουνίστρα για να επισκευάσει τον κινητήρα του αεροπλάνου"
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- καπό ,
- καουλ ,
- αγελάδα
2. A loose hood or hooded robe (as worn by a monk)
- synonym:
- cowl
2. Μια χαλαρή κουκούλα ή κουκούλα ρόμπα (ας που φοριέται από έναν μοναχό)
- συνώνυμο:
- καουλ
verb
1. Cover with or as with a cowl
- "Cowl the boys and veil the girls"
- synonym:
- cowl
1. Καλύψτε με ή όπως με ένα κουκούλι
- "Καουλιάστε τα αγόρια και πέπλο τα κορίτσια"
- συνώνυμο:
- καουλ