Translation meaning & definition of the word "cowboy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καουμπόη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cowboy
[Καουμπόη]/kaʊbɔɪ/
noun
1. A hired hand who tends cattle and performs other duties on horseback
- synonym:
- cowboy ,
- cowpuncher ,
- puncher ,
- cowman ,
- cattleman ,
- cowpoke ,
- cowhand ,
- cowherd
1. Ένα μισθωμένο χέρι που τείνει τα βοοειδή και εκτελεί άλλα καθήκοντα με άλογο
- συνώνυμο:
- καουμπόη ,
- καουμπόνγκερ ,
- τιμωρητήσ ,
- καουμπόηδεσ ,
- κτηνοτρόφοσ ,
- αγελάδα ,
- βουκουρέστι
2. A performer who gives exhibitions of riding and roping and bulldogging
- synonym:
- cowboy ,
- rodeo rider
2. Ένας ερμηνευτής που δίνει εκθέσεις ιππασίας και βρυχηθμό και μπουλντόγκ
- συνώνυμο:
- καουμπόη ,
- ροντέο αναβάτης
3. Someone who is reckless or irresponsible (especially in driving vehicles)
- synonym:
- cowboy
3. Κάποιος που είναι απερίσκεπτος ή ανεύθυνος (ειδικά στην οδήγηση οχημάτων)
- συνώνυμο:
- καουμπόη
Examples of using
My grandmother ran off with a cowboy.
Η γιαγιά μου έτρεξε με έναν καουμπόη.
The cowboy quickly jumped out the window.
Ο καουμπόης γρήγορα πήδηξε έξω από το παράθυρο.
Do you know where I might find small cowboy boots?
Ξέρετε πού μπορώ να βρω μικρές μπότες καουμπόη?