Translation meaning & definition of the word "coward" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δειλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coward
[Δειλόσ]/kaʊərd/
noun
1. A person who shows fear or timidity
- synonym:
- coward
1. Ένα άτομο που δείχνει φόβο ή δειλία
- συνώνυμο:
- δειλός
2. English dramatist and actor and composer noted for his witty and sophisticated comedies (1899-1973)
- synonym:
- Coward ,
- Noel Coward ,
- Sir Noel Pierce Coward
2. Άγγλος δραματουργός και ηθοποιός και συνθέτης σημείωσε για τις πνευματικές και εξελιγμένες κωμωδίες του (1899-1973)
- συνώνυμο:
- Δειλόσ ,
- Νόελ Κάουαρντ ,
- Νόελ Πιρς Κάουαρντ
Examples of using
Tom is a spineless coward.
Ο Τομ είναι ένας απεριποίητος δειλός.
I told you he was a coward.
Σου είπα ότι ήταν δειλός.
I'm a coward.
Είμαι δειλός.