Translation meaning & definition of the word "covet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κεφάλαιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Covet
[Κόβετ]/kəvət/
verb
1. Wish, long, or crave for (something, especially the property of another person)
- "She covets her sister's house"
- synonym:
- covet
1. Επιθυμία, μακρά ή λαχτάρα για (κάτι, ειδικά η ιδιοκτησία ενός άλλου προσώπου)
- "Θεωρεί το σπίτι της αδελφής της"
- συνώνυμο:
- πολυπόθητοσ