Translation meaning & definition of the word "coverage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάλυψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coverage
[Κάλυψη]/kəvərəʤ/
noun
1. The total amount and type of insurance carried
- synonym:
- coverage ,
- insurance coverage
1. Το συνολικό ποσό και το είδος της ασφάλισης που μεταφέρθηκε
- συνώνυμο:
- κάλυψη ,
- ασφαλιστική κάλυψη
2. The extent to which something is covered
- "The dictionary's coverage of standard english is excellent"
- synonym:
- coverage
2. Το βαθμό στον οποίο καλύπτεται κάτι
- "Η κάλυψη του λεξικού από τα πρότυπα αγγλικά είναι εξαιρετική"
- συνώνυμο:
- κάλυψη
3. The news as presented by reporters for newspapers or radio or television
- "They accused the paper of biased coverage of race relations"
- synonym:
- coverage ,
- reporting ,
- reportage
3. Τα νέα όπως παρουσιάζονται από δημοσιογράφους για εφημερίδες ή ραδιόφωνο ή τηλεόραση
- "Κατηγόρησαν την εφημερίδα για προκατειλημμένη κάλυψη των φυλετικών σχέσεων"
- συνώνυμο:
- κάλυψη ,
- αναφορά ,
- ρεπορτάζ