Translation meaning & definition of the word "cover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάλυψη" στην ελληνική γλώσσα
Cover
[Κάλυμμα]noun
1. A covering that serves to conceal or shelter something
- "A screen of trees afforded privacy"
- "Under cover of darkness"
- "The brush provided a covert for game"
- "The simplest concealment is to match perfectly the color of the background"
- synonym:
- screen ,
- cover ,
- covert ,
- concealment
1. Ένα κάλυμμα που χρησιμεύει για να κρύψει ή να στεγάσει κάτι
- "Μια οθόνη των δέντρων παρείχε ιδιωτικότητα"
- "Κάτω από το σκοτάδι"
- "Η βούρτσα παρείχε ένα μυστικό για το παιχνίδι"
- "Η απλούστερη απόκρυψη είναι να ταιριάζει απόλυτα με το χρώμα του φόντου"
- συνώνυμο:
- οθόνη ,
- κάλυμμα ,
- συγκαλύπτω ,
- απόκρυψη
2. Bedding that keeps a person warm in bed
- "He pulled the covers over his head and went to sleep"
- synonym:
- blanket ,
- cover
2. Κλινοσκεπάσματα που κρατούν ένα άτομο ζεστό στο κρεβάτι
- "Τράβηξε τα καλύμματα πάνω από το κεφάλι του και πήγε για ύπνο"
- συνώνυμο:
- κουβέρτα ,
- κάλυμμα
3. The act of concealing the existence of something by obstructing the view of it
- "The cover concealed their guns from enemy aircraft"
- synonym:
- cover ,
- covering ,
- screening ,
- masking
3. Η πράξη της απόκρυψης της ύπαρξης κάποιου πράγματος εμποδίζοντας την άποψή του
- "Το κάλυμμα έκρυψε τα όπλα τους από εχθρικά αεροσκάφη"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- κάλυψη ,
- προβολή
4. The protective covering on the front, back, and spine of a book
- "The book had a leather binding"
- synonym:
- binding ,
- book binding ,
- cover ,
- back
4. Το προστατευτικό κάλυμμα στο μπροστινό, πίσω και στη σπονδυλική στήλη ενός βιβλίου
- "Το βιβλίο είχε δερμάτινη σύνδεση"
- συνώνυμο:
- δεσμευτικός ,
- δεσμευτικός βιβλίου ,
- κάλυμμα ,
- πίσω
5. A natural object that covers or envelops
- "Under a covering of dust"
- "The fox was flushed from its cover"
- synonym:
- covering ,
- natural covering ,
- cover
5. Ένα φυσικό αντικείμενο που καλύπτει ή περιβάλλει
- "Κάτω από ένα κάλυμμα σκόνης"
- "Η αλεπού ξεπλύθηκε από το κάλυμμα της"
- συνώνυμο:
- κάλυψη ,
- φυσική κάλυψη ,
- κάλυμμα
6. Covering for a hole (especially a hole in the top of a container)
- "He removed the top of the carton"
- "He couldn't get the top off of the bottle"
- "Put the cover back on the kettle"
- synonym:
- top ,
- cover
6. Κάλυψη για μια τρύπα (ειδικά μια τρύπα στην κορυφή ενός δοχείου)
- "Αφαίρεσε την κορυφή του κουτιού"
- "Δεν μπορούσε να πάρει την κορυφή από το μπουκάλι"
- "Βάλτε το κάλυμμα πίσω στο βραστήρα"
- συνώνυμο:
- κορυφή ,
- κάλυμμα
7. Fire that makes it difficult for the enemy to fire on your own individuals or formations
- "Artillery provided covering fire for the withdrawal"
- synonym:
- cover ,
- covering fire
7. Φωτιά που καθιστά δύσκολο για τον εχθρό να πυροβολήσει στα δικά σας άτομα ή σχηματισμούς
- "Το πυροβολικό παρείχε που κάλυπτε τη φωτιά για την απόσυρση"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- κάλυψη πυρκαγιάς
8. A fixed charge by a restaurant or nightclub over and above the charge for food and drink
- synonym:
- cover charge ,
- cover
8. Μια σταθερή χρέωση από ένα εστιατόριο ή νυχτερινό κέντρο διασκέδασης πάνω και πάνω από τη χρέωση για φαγητό και ποτό
- συνώνυμο:
- χρέωση κάλυψης ,
- κάλυμμα
9. A recording of a song that was first recorded or made popular by somebody else
- "They made a cover of a beatles' song"
- synonym:
- cover ,
- cover version ,
- cover song
9. Μια ηχογράφηση ενός τραγουδιού που καταγράφηκε για πρώτη φορά ή έγινε δημοφιλής από κάποιον άλλο
- "Έφτιαξαν ένα εξώφυλλο του τραγουδιού του μπιτλς"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- εξώφυλλο έκδοση ,
- τραγούδι
10. A false identity and background (especially one created for an undercover agent)
- "Her new name and passport are cover for her next assignment"
- synonym:
- cover
10. Μια ψευδή ταυτότητα και φόντο (ειδικά ένα που δημιουργήθηκε για έναν μυστικό παράγοντα)
- "Το νέο της όνομα και το διαβατήριο είναι κάλυψη για την επόμενη ανάθεσή της"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
verb
1. Provide with a covering or cause to be covered
- "Cover her face with a handkerchief"
- "Cover the child with a blanket"
- "Cover the grave with flowers"
- synonym:
- cover
1. Παρέχετε κάλυψη ή αιτία που πρέπει να καλυφθεί
- "Κάλυψε το πρόσωπό της με ένα μαντήλι"
- "Καλύψτε το παιδί με μια κουβέρτα"
- "Καλύψτε τον τάφο με λουλούδια"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
2. Form a cover over
- "The grass covered the grave"
- synonym:
- cover ,
- spread over
2. Σχηματίζω ένα κάλυμμα
- "Το γρασίδι κάλυψε τον τάφο"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- εξαπλώνομαι
3. Span an interval of distance, space or time
- "The war extended over five years"
- "The period covered the turn of the century"
- "My land extends over the hills on the horizon"
- "This farm covers some 200 acres"
- "The archipelago continues for another 500 miles"
- synonym:
- cover ,
- continue ,
- extend
3. Εκτείνεται σε ένα διάστημα απόστασης, χώρου ή χρόνου
- "Ο πόλεμος επεκτάθηκε σε πέντε χρόνια"
- "Η περίοδος κάλυπτε την αλλαγή του αιώνα"
- "Η γη μου εκτείνεται πάνω από τους λόφους στον ορίζοντα"
- "Αυτό το αγρόκτημα καλύπτει περίπου 200 στρέμματα"
- "Το αρχιπέλαγος συνεχίζει για άλλα 500 μίλια"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- συνεχίζω ,
- επεκτείνω
4. Provide for
- "The grant doesn't cover my salary"
- synonym:
- cover
4. Παρέχω
- "Η επιχορήγηση δεν καλύπτει το μισθό μου"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
5. Act on verbally or in some form of artistic expression
- "This book deals with incest"
- "The course covered all of western civilization"
- "The new book treats the history of china"
- synonym:
- cover ,
- treat ,
- handle ,
- plow ,
- deal ,
- address
5. Ενεργήστε προφορικά ή με κάποια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης
- "Το βιβλίο αυτό ασχολείται με την αιμομιξία"
- "Το μάθημα κάλυψε όλο τον δυτικό πολιτισμό"
- "Το νέο βιβλίο αντιμετωπίζει την ιστορία της κίνας"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- αποτελώ ,
- λαβή ,
- οργώ ,
- συμφωνία ,
- διεύθυνση
6. Include in scope
- Include as part of something broader
- Have as one's sphere or territory
- "This group encompasses a wide range of people from different backgrounds"
- "This should cover everyone in the group"
- synonym:
- embrace ,
- encompass ,
- comprehend ,
- cover
6. Συμπεριλάβετε στο πεδίο εφαρμογής
- Περιλαμβάνουν ως μέρος κάτι ευρύτερο
- Έχετε ως σφαίρα ή έδαφος κάποιου
- "Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων από διαφορετικά υπόβαθρα"
- "Αυτό θα πρέπει να καλύπτει όλους στην ομάδα"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- περιλαμβάνω ,
- κατανοώ ,
- κάλυμμα
7. Travel across or pass over
- "The caravan covered almost 100 miles each day"
- synonym:
- traverse ,
- track ,
- cover ,
- cross ,
- pass over ,
- get over ,
- get across ,
- cut through ,
- cut across
7. Ταξιδέψτε ή περάστε
- "Το καραβάνι κάλυπτε σχεδόν 100 μίλια κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- περπατώ ,
- παρακολουθώ ,
- κάλυμμα ,
- σταυρώνω ,
- περνώ ,
- ξεπερνώ ,
- κόβω
8. Be responsible for reporting the details of, as in journalism
- "Snow reported on china in the 1950's"
- "The cub reporter covered new york city"
- synonym:
- report ,
- cover
8. Να είστε υπεύθυνοι για την αναφορά των λεπτομερειών, όπως και στη δημοσιογραφία
- "Το σήμα ανέφερε στην κίνα τη δεκαετία του 1950"
- "Ο μικρός δημοσιογράφος κάλυψε τη νέα υόρκη"
- συνώνυμο:
- έκθεση ,
- κάλυμμα
9. Hold within range of an aimed firearm
- synonym:
- cover
9. Κρατήστε εντός της περιοχής ενός στοχευμένου πυροβόλου όπλου
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
10. To take an action to protect against future problems
- "Count the cash in the drawer twice just to cover yourself"
- synonym:
- cover
10. Να αναλάβει δράση για την προστασία από μελλοντικά προβλήματα
- "Λάβετε τα μετρητά στο συρτάρι δύο φορές μόνο για να καλύψετε τον εαυτό σας"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
11. Hide from view or knowledge
- "The president covered the fact that he bugged the offices in the white house"
- synonym:
- cover ,
- cover up
11. Απόκρυψη από την θέα ή τη γνώση
- "Ο πρόεδρος κάλυψε το γεγονός ότι ανέβασε τα γραφεία στον λευκό οίκο"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- καλύπτω
12. Protect or defend (a position in a game)
- "He covered left field"
- synonym:
- cover
12. Προστατεύστε ή υπερασπιστείτε τη θέση (α σε ένα παιχνίδι)
- "Κάλυψε το αριστερό πεδίο"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
13. Maintain a check on
- Especially by patrolling
- "The second officer covered the top floor"
- synonym:
- cover
13. Διατηρώ έλεγχο
- Ειδικά με την περιπολία
- "Ο δεύτερος αξιωματικός κάλυψε τον τελευταίο όροφο"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
14. Protect by insurance
- "The insurance won't cover this"
- synonym:
- cover ,
- insure ,
- underwrite
14. Προστατεύει από την ασφάλιση
- "Η ασφάλιση δεν θα το καλύψει"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- ασφαλίζω ,
- υπονοεί
15. Make up for shortcomings or a feeling of inferiority by exaggerating good qualities
- "He is compensating for being a bad father"
- synonym:
- cover ,
- compensate ,
- overcompensate
15. Αντισταθμίστε τις αδυναμίες ή το αίσθημα κατωτερότητας υπερβάλλοντας τις καλές ιδιότητες
- "Αποζημιώνει επειδή είναι κακός πατέρας"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- αντισταθμίζω ,
- υπεραντισταθμίζω
16. Invest with a large or excessive amount of something
- "She covered herself with glory"
- synonym:
- cover
16. Επενδύστε με ένα μεγάλο ή υπερβολικό ποσό από κάτι
- "Καλύπτεται με δόξα"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
17. Help out by taking someone's place and temporarily assuming his responsibilities
- "She is covering for our secretary who is ill this week"
- synonym:
- cover
17. Βοηθήστε παίρνοντας τη θέση κάποιου και αναλαμβάνοντας προσωρινά τις ευθύνες του
- "Καλύπτει τη γραμματέα μας που είναι άρρωστη αυτή την εβδομάδα"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
18. Be sufficient to meet, defray, or offset the charge or cost of
- "Is this enough to cover the check?"
- synonym:
- cover
18. Να είναι επαρκής για να συναντήσει, να ξεφορτωθεί ή να αντισταθμίσει τη δαπάνη ή το κόστος του
- "Είναι αυτό αρκετό για να καλύψει τον έλεγχο?"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
19. Spread over a surface to conceal or protect
- "This paint covers well"
- synonym:
- cover
19. Απλώστε σε μια επιφάνεια για να κρύψει ή να προστατεύσει
- "Αυτό το χρώμα καλύπτει καλά"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
20. Cover as if with a shroud
- "The origins of this civilization are shrouded in mystery"
- synonym:
- shroud ,
- enshroud ,
- hide ,
- cover
20. Καλύψτε σαν με ένα σάβανο
- "Η προέλευση αυτού του πολιτισμού καλύπτεται από το μυστήριο"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- υποδουλώνω ,
- κρύβω ,
- κάλυμμα
21. Copulate with a female, used especially of horses
- "The horse covers the mare"
- synonym:
- breed ,
- cover
21. Συμπληρώστε με ένα θηλυκό, που χρησιμοποιείται ειδικά για τα άλογα
- "Το άλογο καλύπτει τη φοράδα"
- συνώνυμο:
- φυλή ,
- κάλυμμα
22. Put something on top of something else
- "Cover the meat with a lot of gravy"
- synonym:
- overlay ,
- cover
22. Βάλτε κάτι πάνω από κάτι άλλο
- "Καλύψτε το κρέας με πολλή σάλτσα"
- συνώνυμο:
- επικαλύπτω ,
- κάλυμμα
23. Play a higher card than the one previously played
- "Smith covered again"
- synonym:
- cover
23. Παίξτε μια υψηλότερη κάρτα από αυτή που παίχτηκε προηγουμένως
- "Ο σμιθ σκέπασε ξανά"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
24. Be responsible for guarding an opponent in a game
- synonym:
- cover
24. Να είστε υπεύθυνοι για τη φύλαξη ενός αντιπάλου σε ένα παιχνίδι
- συνώνυμο:
- κάλυμμα
25. Sit on (eggs)
- "Birds brood"
- "The female covers the eggs"
- synonym:
- brood ,
- hatch ,
- cover ,
- incubate
25. Καθίστε στο (ευάγγ)
- "Κορφή πουλιών"
- "Το θηλυκό καλύπτει τα αυγά"
- συνώνυμο:
- σκούπα ,
- εκκολάπτω ,
- κάλυμμα ,
- επωάζω
26. Clothe, as if for protection from the elements
- "Cover your head!"
- synonym:
- cover ,
- wrap up
26. Ντύνομαι, σαν να προστατεύεται από τα στοιχεία
- "Καλύψτε το κεφάλι σας!"
- συνώνυμο:
- κάλυμμα ,
- τυλίγω